- ἄστατοι
- ἄστατοιhastatimasc nom/voc plἄστατοςnever standing stillmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀστάτοις — ἄστατοι hastati masc dat pl ἄστατος never standing still masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάτους — ἄστατοι hastati masc acc pl ἄστατος never standing still masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάτων — ἄστατοι hastati masc gen pl ἄστατος never standing still masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστάτως — ἄστατοι hastati masc acc pl (doric) ἄστατος never standing still adverbial ἄστατος never standing still masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγχη — Η μεταλλική αιχμή του δόρατος, που ήταν αρχικά χάλκινη και στη συνέχεια σιδερένια. Λ. χρησιμοποιούσαν πολύ οι ασιατικοί λαοί, που παρουσίαζαν ακόμα και τους θεούς τους στις διάφορες απεικονίσεις να κρατούν λ. Ο Όμηρος, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν … Dictionary of Greek
Θεσσαλία — I Ιστορική γεωγραφική περιοχή και περιφέρεια (13.903 τ. χλμ., 753.888 κάτ.) της ηπειρωτικής Ελλάδας. Στα Α συνορεύει με τη δυτική Μακεδονία, στα Δ με την Ήπειρο, στα Ν με τη Στερεά Ελλάδα, και στα Α βρέχεται από το Αιγαίο πέλαγος. Η Θ. διαιρείται … Dictionary of Greek
ἁστάτοις — ἀστάτοις , ἄστατοι hastati masc dat pl ἀστάτοις , ἄστατος never standing still masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁστάτους — ἀστάτους , ἄστατοι hastati masc acc pl ἀστάτους , ἄστατος never standing still masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁστάτων — ἀστάτων , ἄστατοι hastati masc gen pl ἀστάτων , ἄστατος never standing still masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)